Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2018

Terminal B

Βρίσκεσαι καθισμένος πάνω σε μέταλλο και πλαστικό. Το βλέμμα χαμηλά εστιάζει στη γαλάζια μοκέτα. Σηκώνεις τα κεφάλι ψηλά και τα μάτια πέφτουν σε στρογγυλά φωτιστικά. Design. Στο αριστερό χέρι ένας καφές στο δεξί το κινητό.

Θυμάσαι, μα δεν έχεις συνειδητοποιήσει, πώς έφτασες να κάθεσαι εκεί, πώς παραπάτησες στις κυλιόμενες σκάλες, πώς περιφέρθηκες ανάμεσα σε ράφια με σοκολάτες ντυμένες σε χρυσό και ασήμι,  πώς μηχανικά ακολούθησες το υπόλοιπο "κοπάδι" βαδίζοντας ανάμεσα σε μπλε ιμάντες και νίκελ κολωνάκια, πώς αγκάλιασες, χαιρέτησες και αντάλλαξες υποσχέσεις.

Μια γουλιά καφέ και μια ματιά στο κινητό• καμία ένδειξη με κόκκινο στην οθόνη. Και συνεχίζεις να κάνεις αυτό που δεν κάνουν όσοι είναι απορροφημένοι στην εφημερίδα τους ή στο tablet τους. Παρατηρείς.

Παρατηρείς τους διερχόμενους συνταξιδιώτες -ίσως οχι στην ίδια πτήση μα σίγουρα ναι σε τούτη την πλάση-. 
Συνταξιδώτες που κινούνται σαν να έχουν συγχρονιστεί σε έναν βουβό ρυθμό. Βήματα είτε αργά είτε βιαστικά, πάντως απαθή και μηχανικά. Πρόσωπα περίπου ανέκφραστα. Βλέμματα που ανταμώνουν στο κενό.

Ένα κουδούνι ακούγεται και μιά φωνή πασχίζει να φτάσει στα αυτά που πρέπει και σκέφτεσαι "γιατί όχι, μουσική θα μπορούσε να είναι και αυτό, θυμάμαι ένα τέτοιο sample".

Συνειρμικά μουσικές αρχίζουν να ξανάρχονται στα αυτά σου και στίχοι αγαπημένων τραγουδιών να ξεδιπλώνονται. Μα τι παράξενα πράγματα είναι αυτά τώρα! Παράξενα που το τραγούδι που θυμήθηκες τελικά είχε ερέθισμα τις εικόνες μπροστά σου.
"Strangers passing in the street
By chance two seperate glances meet
And I am you and what I see is me

σου έχουν πει οι Pink Floyd με το "Echoes". Κοιτάζεις ξανά τριγύρω σου όλους αυτούς που περιπλανούνται και χαμογελάς. "Πόσο δίκιο", σκέφτεσαι.

Γουλια καφέ και ξανά βλέμμα στο κινητό, μηχανικά αυτή το φορά. Διαπιστώνεις οτι, εκεί που καθεσαι, τελικά είναι πολύ εύκολο να χαθείς στις σκέψεις σου. Ε, και τότε είναι που σφίγγεις το κινητό σου και ξαναδιαβάζεις κάτι. Θυμάσαι και σκέφτεσαι. Χάνεσαι για λίγο, δεν ξέρεις αν θυμώνεις, αν νοσταλγείς ή αν ελπίζεις, μάλλον παλινδρομείς κάπου εκεί ανάμεσα.
"Πέρασαν χρόνια και κατάλαβα τι φταίει
Που όλοι δειλιάζουμε μπροστά στην ομορφιά
Ακούω καλύτερα τη γάτα μου να κλαίει
Παρά τους πόθους μου να ουρλιάζουν σαν σκυλιά
"
έχει τραγουδήσει ο Γιάννης Αγγελάκας με το "Πόθοι". Κάπως νιώθεις περισσότερο τώρα αυτό έχεις ακούσει. Μάλλον δεν μπορείς να το εξηγήσεις. Μα το νιώθεις πιο βαθια μέσα σου, ακόμη και αν έχεις δώσει λάθος ερμηνεια.

Τελευταία γουλιά καφε και σηκώνεσαι. Κινητό στην τσέπη, "μην περιμενεις κόκκινη ένδειξη προς το παρόν" σκεφτεσαι. Πλησιάζεις στο μεγάλο παράθυρο και ακουμπάς στο περβάζι. Αυτό που έχεις μπροστά σου κόβει την ανάσα σαν ένα έργο τέχνης που φύση και άνθρωπος έστησε για σένα: τα φλεγόμενα χρώματα του δειλινου, ένα σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι που μόλις ανέτειλλε και απο κάτω να τροχοδρομούν αεροπλάνα. Μόνο που για κάποια δευτερόλεπτα εσύ βλέπεις να τροχοδρομουν πρόσωπα, όνειρα, έρωτες, προσμονές, στενοχώριες, φόβοι, ελπίδες. Εξάλλου το αεροπλανο δεν είναι μόνο ένα σύνολο απο σίδερα, είναι όλα αυτά που κουβαλάει• ναι όλοι αυτοί άγνωστοι που παρατηρείς να περιπλανώνται δίπλα σου. Εκείνη τη στιγμή νομίζεις οτι στα αυτιά σου ψιθυρίζει ο Θανάσης τους στίχους από τον "Διάφανο":
"Στου δειλινού την άκρη, δε βλέπεις όνειρα
αυτά που γίναν βλέπεις και τα επόμενα
". 
Ρε τον Θανάση! Τις στιγμές εκείνες το μείγμα μέσα σου είναι σχεδόν εκρηκτικό. Η ομορφια την πλάσης μπροστά σου και μέσα σου η ομορφιά των πόθων σου, ο τρόμος των "θέλω" σου, η αγριότητα των ονείρων σου και το μπόι του εαυτού σου. 
Ποιά όνειρα; Ποιά γίναν και ποιά επόμενα; Κι άμα τα επόμενα είναι σ' αυτά που γίναν; Κι άμα τα όνειρα είναι τα επόμενα; Σπίθες.

Αυτόματα προσπαθείς να απαθανατίσεις τη στιγμή σε μερικά megabytes. Μάταια βέβαια. Οπότε με τον "Διάφανο" να ακούγεται βουβά στα αυτιά σου προσπαθείς να ρουφήξεις όσο περισσότερο μπορείς από τη στιγμή. Τελευταίες ματιές και μια βαθιά ανάσα.
Χαμογελάς.


"-Με συγχωρείτε, πετάτε για Ιωάννινα; Θα θέλατε να μας δώσετε την χειραποσκευή σας, για μεταφορά στο χώρο αποσκευών δωρεάν;

Βρίσκεσαι πια να στηρίζεσαι στη χειρολαβή του λεοφορείου που σε οδηγεί στο αεροπλάνο. Ναι, θα επιβιβαστείς σε αυτό το μαγικό σύνολο από σίδερα που μεταφέρει πρόσωπα, όνειρα, έρωτες, προσμονές, στενοχώριες, φόβους, ελπίδες. 
Θυμάσαι, αλλά μάλλον δεν έχεις συνειδητοποιήσει, την τυπική καλησπέρα από το ground staff στην πύλη Β26, το ασυναίσθητο χάζεμα στο κινητό σου περιμένοντας στην ουρά και την παράδοση της χειραποσκευής σου.

Βρίσκεσαι να ανεβαίνεις τα πρώτα σκαλοπάτια του αεροπλάνου. Τελικά οι μουσικές μέσα σου επανέρχονται. Τελευταίο βήμα στο κατώφλι της πόρτας. Ο χαμογελαστός χαιρετισμός της αεροσυνοδού μάλλον δεν έφτασε στα αυτιά σου. Επειδή μια μελωδία ηχούσε ήδη και τα λόγια του "Wait" των Μ83 να σου λένε,
"Set your dreams where nobody hides".

Χαμογελάς, μα τη στιγμή τούτη, ακόμη κι εσύ θα ήθελες να ξέρεις τι σημαίνει το χαμόγελο αυτό. Και περισσότερο θα ήθελες να ακούσεις μία φωνή να ρωτάει "τί είναι τώρα το χαμόγελο αυτό";