Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Mέρες κι αυτές

 Ρε μινόρε σε ρυθμό 4/4 ακούγεται από ένα πιάνο να παίζει, κάπου στο βάθος.

"A picture in my mind, a voice I need to hear, a laugh I need to show,
we're lonely, babe, in a boat, again.
I need to see a friend tonight, ο
r see the people in a bar"

Αναρωτιέσαι, καθώς δεν θυμάσαι, εσύ το έβαλες να παίξει ή ξεκίνησε μόνο του; Μπας και απλά είναι μια μουσική που παίζει στο κεφάλι σου; Ε, μ' αυτά που ζούμε, απίθανο δεν το λες πια. "I wanna meet a friend in a bar tonight". Ταυτίζεσαι και θυμώνεις. "Τι ζούμε" μουρμουρίζεις βρίζοντας. "Υπερβολές" ξανασκέφτεσαι. Και κάπως έτσι μέρα με τη μέρα, βλέπεις έναν κόσμο να μουδιάζει όλο και περισσότερο, μέσα στο κενό  της κοινωνικής αποστασιοπίησης. Σου χαμογελούν; Σε βρίζουν; Παύεις σιγά σιγά να βλέπεις τις εκφράσεις του απέναντί σου. Ξεχνάς σιγά σιγά να εκφράζεσαι και συ. Δεν μας έφταναν οι μάσκες πίσω από τις οποίες ο καθένας έκρυβε τις ανασφάλειές του και τους πόθους του, τώρα έχουμε τις μάσκες που σου κόβουν την όψη. Ναι, ένα μπαρ, ένα κουτούκι, η αγαπημένη σου μουσική, χορός, μια συναυλία, ένα ταξίδι, μια αγκαλιά ρε.
Κι αυτό το τελευταίο, θέλεις να το φωνάξεις.
Μέρες κι αυτές, που όσο και να τις γεμίζεις, παραμένουν κενές.

Κοιτάζεις το κινητό πεταμένο στην άκρη. Πριν λίγο, στην παλάμη σου, το δάχτυλο ήταν πάνω από το εικονίδιο της κλήσης. Δεν το πάτησε. Και πιο πριν, καθώς σκάλιζε να βρει μέσα σε ανάλυση 1080x1920 ξανά εκείνο το δροσερό πρόσωπο με το παιχνιδιάρικο χαμόγελο, κάποια pixels άρχισαν να κινούνται και να λένε "...να έχεις όλα αυτά που σου αξίζουν". Το δάχτυλο ξανά πάνω από το κουμπί της κλήσης, μα το κινητό καταλήγει πεταμένο στην άκρη. Ίσως γιατί φοβάσαι να μην ακουστεί από την άλλη άκρη της γραμμής το κενό, είτε το απρόθυμο, είτε το τυπικό. Ίσως για να μην ακούσεις λέξεις ανυπόφορες. Σίγουρα για να μην ενοχλήσεις. Ίσως πάλι απλα γιατί δεν πρέπει, όμως όχι γιατί δεν θέλεις, αφού η έγνοια σου δεν σβήνει. Μεταξύ μας, ίσως και κατά βάθος να προσπαθείς να συντονίσεις την κοσμική ενέργεια για να χτυπήσει το τηλέφωνο και μια γουργουριστή φωνή να σε γεμίσει ζεστασιά.
Όμως, ήδη, ξέρεις "μα, τα είπαμε ξανά αυτά".
"Μου λείπει η φωνή σου, μα ακόμα πιο πολύ μου λείπει η σιωπή σου", ακούγεται από το ηχείο σε blues ρυθμό, κι εσύ σηκώνεις ένα αόρατο ποτήρι στην υγειά του αόρατου dj που επιμελείται το soundtrack της βραδιάς.
Κάπου εδώ τριγύρω υπήρχε μια σελίδα όπου ήταν γραμμένο "Εδώ θα είμαι, ακόμα κι όταν λείπω". Μα, άφαντη. Ταξίδεψε κι αυτή εκεί, έμεινε ένα κενό εδώ.
Μέρες κι αυτές, όλο κενά. Νύχτα και τούτη, με μια κενή θέση συνοδηγού στο αυτοκίνητο, με μια κενή θέση μπροστά στο τζάκι, με ένα κενό μαξιλάρι στο κρεβάτι που δεν έπαψε να ρωτά για εκείνη που το μέθυσε με το άρωμά της.
"και να σου ζητώ
να σ' αναζητώ
θα σ' αναζητώ
για να μην σε βρω"